βαρυπενθεῖ

βαρυπενθεῖ
βαρυπενθής
causing grievous woe
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic)
βαρυπενθής
causing grievous woe
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βαρυπενθέι — βαρυπενθέϊ , βαρυπενθής causing grievous woe dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θλίβω — (ΑΜ θλίβω) 1. πιέζω κάτι δυνατά ώστε να ελαττωθεί ο όγκος του, συμπιέζω, σφίγγω, ζουλώ, ζουλίζω 2. στενοχωρώ, προξενώ λύπη, προκαλώ ψυχική πίεση, στενοχώρια («μέ θλίβει η στάση του») 3. (μέσ. και παθ.) θλίβομαι λυπάμαι, αισθάνομαι θλίψη,… …   Dictionary of Greek

  • καρδιοθλίβομαι — (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καρδιοθλιμμένος, η, ο αυτός που είναι βαθύτατα θλιμμένος, που βαρυπενθεί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”